αψώνιστος

αψώνιστος
-η, -ο
επίρρ.
1. εκείνος που δεν ψωνίστηκε, δεν αγοράστηκε: Η ώρα περνούσε κι είχε αψώνιστα πολλά πράγματα.
2. αυτός που δεν ψώνισε: Τα μαγαζιά θα 'κλειναν κι εκείνος ήταν αψώνιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αψώνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν ψωνίστηκε, που δεν αγοράστηκε 2. εκείνος που δεν ψώνισε, που δεν αγόρασε ψώνια 3. (για πόρνη) αυτή που δεν βρήκε πελάτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”